[21] Το αίνιγμα καταγράφεται στην παράδοση πολλών αρχαίων λαών. Δείγματα αινιγμάτων μας έχουν σωθεί από την αρχαία ελληνική, την εβραϊκή, τη σανσκριτική, τη λατινική και τη βυζαντινή παράδοση, που επικαλύπτεται με τη νεοελληνική. Στην Ελλάδα υπήρχαν αρχαίοι μύθοι που συνέδεαν το αίνιγμα με τη μαντική τέχνη. Παράλληλα όμως, έχουν σωθεί πολλές ματρυρίες που δείχνουν ότι με το αίνιγμα δεν ασχολούνταν μόνο οι απλοί άνθρωποι αλλά και οι άνθρωποι των γραμμάτων (ποιητές, φιλόσοφοι, κλπ.). Στο Βυζάντιο, η ενασχόληση με το αίνιγμα εμφανίζεται ακόμα μεγαλύτερη. Πολλοί γνωστοί λόγιοι, όπως ο Ιωάννης Γεωμέτρης, του οποίου το αίνιγμα για το αλάτι θεωρείται το παλαιότερο σωζόμενο βυζαντινό αίνιγμα, ο Χριστόφορος Μυτιληναίος, ο Μιχαήλ Ψελλός, ο Βασίλειος Μεγαλομύτης, ο Θεόδωρος Πρόδρομος, ο Ευστάθιος Μακρεμβολίτης κ.ά., είναι γνωστοί και ως αινιγματογράφοι (Κρουμβάχερ, 1897-1900, Κουκουλές 1984, στο Χατζητάκη – Καψωμένου, 1990).
Στην παράδοση της Ανατολής αναφέρονται επίσης περίφημοι αινιγματογράγοι (Taylor, 1948 στο Χατζητάκη – Καψωμένου, 1990), ενώ στην Ευρώπη της Αναγέννησης, ιδιαίτερα στη Γερμανία και αργότερα, το 17ο αιώνα, στην Αγγλία, τη Γαλλία και τη Γερμανία, πολλοί λόγιοι ασχολούνται με το αίνιγμα. Διάσημοι συγγραφείς όπως ο Θερβάντες, ο Σουίφτ, ο Βολταίρος, ο Ρουσσώ, ο Γκαίτε, ο Σίλλερ, ενσωματώνουν ή διασκευάζουν στα έργα τους λαϊκά αινίγματα της εποχής.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι, παρά την επιτηδευμένη μορφή τους, πολλά από τα αινίγματα που αποδίδονται σε επώνυμους ανθρώπους των γραμμάτων, διαφόρων εποχών, έχουν λαϊκή προέλευση. Η κύρια διαφορά μεταξύ λαϊκού και λόγιου αινίγματος Volksratsel και Kunstratsel κατά τη γερμανική ορολογία, ή enigma vraiment populaire και enigma savante ou litteraire, κατά την ορολογία του Rolland (G..Paris 1877, στο Χατζητάκη – Καψωμένου, 1990), είναι ότι, ενώ στο λαϊκό αίνιγμα αινιγματοθετούνται οικεία καθημερινά αντικείμενα, στο λόγιο αίνιγμα γίνεται αναφορά ως επι το πλείστον σε αφηρημένα θέματα και ιδέες. Εξάλλου, στο λόγιο αίνιγμα, ακόμη και όταν αινιγματοθετούνται καθημερινά και οικεία αντικείμενα, η περιγραφή στέκεται σε πολλές επιμέρους λεπτομέρειες.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι, παρά την επιτηδευμένη μορφή τους, πολλά από τα αινίγματα που αποδίδονται σε επώνυμους ανθρώπους των γραμμάτων, διαφόρων εποχών, έχουν λαϊκή προέλευση. Η κύρια διαφορά μεταξύ λαϊκού και λόγιου αινίγματος Volksratsel και Kunstratsel κατά τη γερμανική ορολογία, ή enigma vraiment populaire και enigma savante ou litteraire, κατά την ορολογία του Rolland (G..Paris 1877, στο Χατζητάκη – Καψωμένου, 1990), είναι ότι, ενώ στο λαϊκό αίνιγμα αινιγματοθετούνται οικεία καθημερινά αντικείμενα, στο λόγιο αίνιγμα γίνεται αναφορά ως επι το πλείστον σε αφηρημένα θέματα και ιδέες. Εξάλλου, στο λόγιο αίνιγμα, ακόμη και όταν αινιγματοθετούνται καθημερινά και οικεία αντικείμενα, η περιγραφή στέκεται σε πολλές επιμέρους λεπτομέρειες.
Αντίθετα στο λαϊκό, η περιγραφή ενός αντικειμένου γίνεται με βάση το κύριο, κατά την άποψη του δημιουργού του, χαρακτηριστικό. Ως προς τι μορφή τους, τα λόγια αινίγματα είναι συνήθως πολύστιχα, με ομοιοκατάληκτο, πολλές φορές, στίχο και λόγια μετρική, που είναι άγνωστη στα λαϊκά. Επίσης, στο λόγιο αίνιγμα, πολύ συχνά η περιγραφή γίνεται στο πρώτο πρόσωπο (Taylor 1948, και F Tupper Jr. 1968 στο Χατζητάκη – Καψωμένου, 1990). Υπάρχει δηλαδή, προσωποποίηση του ζητούμενου αντικειμένου, το οποίο εμφανίζεται να περιγράφει τα επιμέρους χαρακτηριστικά του (Φ. Κουκουλές 1948 στο Χατζητάκη – Καψωμένου, 1990), μια τεχνική που δεν είναι άγνωστη, αλλά σπανίζει στο λαϊκό αίνιγμα.
Ωστόσο, παρά τις σημαντικές διαφορές που υπάρχουν μεταξύ λαϊκών και λόγιων αινιγμάτων, τα σύνορα ανάμεσα στις δύο κατηγορίες δεν είναι απαραβίαστα, και συχνά παρατηρείται το φαινόμενο, αινίγματα λαϊκής προέλευσης να περνούν στο λόγιο αινιγματολόγιο ή και αντίθετα: στις συλλογές λαϊκών αινιγμάτων συναντούμε κάποτε και αινίγματα που η λόγια προέλευσή τους είναι προφανής (Φ. Κουκουλές 1948, 74-76, 78, 85, και A. Taylor 1951, 435, αρ. 1063 και 333, αρ. 906 στο Χατζητάκη – Καψωμένου, 1990). Η πιθανότερη εξήγηση αυτού του τελευταίου φαινομένου είναι ότι τα αινίγματα, πέρασαν στη λαϊκή παράδοση από την εκπαιδευτική πρακτική, επειδή η τριβή με το αίνιγμα θεωρούνταν ένα είδος άσκησης του μυαλού (Τ. Γριτσοπούλου, 1962 στο Χατζητάκη – Καψωμένου, 1990). Τα αινίγματα αυτά αναγνωρίζονται σχετικά εύκολα, γιατί, παρόλο που έχουν περάσει σε λαϊκή χρήση, έχουν μορφή και περιεχόμενο τέτοιο, που προδίδει από μόνο του τη λόγια προέλευσή τους.
Υπάρχει ωστόσο σημαντικός αριθμός αινιγμάτων που συναντώνται και σε λόγιες πηγές. Η αρχική προέλευσή τους παραμένει συχνά απροσδιόριστη και συνδέεται με το γενικότερο πρόβλημα καταγωγής έργων της προφορικής δημιουργίας των οποίων όμοιες ή συγγενικές μορφές συναντώνται και στη λόγια παράδοση. Παρόλο που η επίδραση της μιας παράδοσης στην άλλη είναι αναμφισβήτητη, δεν έχει σήμερα τόση σημασία να ανιχνεύσει κανείς τα τυχόν δάνεια που δέχτηκε το λαϊκό αινιγματολόγιο από το λόγιο, όσο να μελετήσει τον τρόπο με τον οποίο τα αινίγματα αυτά εγκλιματίζονται στο νέο τους περιβάλλον, αναπλάθονται μορφικά και επαναπροσδιορίζονται λειτουργικά (R. Jakobson 1973,66 στο Χατζητάκη – Καψωμένου, 1990).
Ωστόσο, παρά τις σημαντικές διαφορές που υπάρχουν μεταξύ λαϊκών και λόγιων αινιγμάτων, τα σύνορα ανάμεσα στις δύο κατηγορίες δεν είναι απαραβίαστα, και συχνά παρατηρείται το φαινόμενο, αινίγματα λαϊκής προέλευσης να περνούν στο λόγιο αινιγματολόγιο ή και αντίθετα: στις συλλογές λαϊκών αινιγμάτων συναντούμε κάποτε και αινίγματα που η λόγια προέλευσή τους είναι προφανής (Φ. Κουκουλές 1948, 74-76, 78, 85, και A. Taylor 1951, 435, αρ. 1063 και 333, αρ. 906 στο Χατζητάκη – Καψωμένου, 1990). Η πιθανότερη εξήγηση αυτού του τελευταίου φαινομένου είναι ότι τα αινίγματα, πέρασαν στη λαϊκή παράδοση από την εκπαιδευτική πρακτική, επειδή η τριβή με το αίνιγμα θεωρούνταν ένα είδος άσκησης του μυαλού (Τ. Γριτσοπούλου, 1962 στο Χατζητάκη – Καψωμένου, 1990). Τα αινίγματα αυτά αναγνωρίζονται σχετικά εύκολα, γιατί, παρόλο που έχουν περάσει σε λαϊκή χρήση, έχουν μορφή και περιεχόμενο τέτοιο, που προδίδει από μόνο του τη λόγια προέλευσή τους.
Υπάρχει ωστόσο σημαντικός αριθμός αινιγμάτων που συναντώνται και σε λόγιες πηγές. Η αρχική προέλευσή τους παραμένει συχνά απροσδιόριστη και συνδέεται με το γενικότερο πρόβλημα καταγωγής έργων της προφορικής δημιουργίας των οποίων όμοιες ή συγγενικές μορφές συναντώνται και στη λόγια παράδοση. Παρόλο που η επίδραση της μιας παράδοσης στην άλλη είναι αναμφισβήτητη, δεν έχει σήμερα τόση σημασία να ανιχνεύσει κανείς τα τυχόν δάνεια που δέχτηκε το λαϊκό αινιγματολόγιο από το λόγιο, όσο να μελετήσει τον τρόπο με τον οποίο τα αινίγματα αυτά εγκλιματίζονται στο νέο τους περιβάλλον, αναπλάθονται μορφικά και επαναπροσδιορίζονται λειτουργικά (R. Jakobson 1973,66 στο Χατζητάκη – Καψωμένου, 1990).